ἀγριμόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριμόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριμόχορτο τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀγρίμι καὶ χόρτο.
Σημασιολογία
Τὸ ἀγριόχορτον πεντάφυλλον (potentilla speciosa) τοῦ γένους τῶν πενταφύλλων τῆς τάξεως τῶν ροδανθῶν (rosaceae), νομιζόμενον ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὡς θεραπεῦον ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν αἰγῶν τὰς πληγάς των, ὡς ἐπίστευον οἱ ἀρχαῖοι περὶ τοῦ δικτάμνου τῆς Κρήτης. Πβ. Ἀριστοτ. Ζῴων Ἱστ. 9,7,1. Πβ. πεντάφυλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA