ἄγνωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγνωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγνωμα ἐπίρρ. Κρήτ. ἀνέγνωμα Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγνωμος.
Σημασιολογία
1)Ἄνευ γνώμης, ἀκουσίως Πελοπν. (Λακων.): Ἀνέγνωμά του τὸ ἔκαμε || ᾎσμ. Γκίτα, νὰ πάῃς ᾿ς τὸ καλὸ ἀνέγναμά μου καὶ στανα͜ιῶς (μοιρολ.) Συνών. ἄβουλα 1, ἀβουλῆς, ἀγνωμάτιστα, ἄθελα. β)Χωρὶς διάθεσιν, χωρὶς ὄρεξιν Πελοπν. (Μάν.): Ἀνέγνωμά μου πῆγα ᾿ς τὴ χαρὰ (εἰς τὸν γάμον). Συνών. ἀνόρεχτα. 2)Ἀπερισκέπτως, ἀσκόπως Κρήτ.|| ᾎσμ. Ἐξώδιˬασά τα ἄγνωμα σὲ μιˬὰν ἀφοραdέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA