ἀβρασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβρασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβρασιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀβρασία Πόντ. (Κερασ.) ἀβρασίγιˬα Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βράζω, ἔβρασα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ἡ βραδύτης εἰς τὴν βράσιν, τὴν ζέσιν Πόντ. (Κερασ.): Φρ. Ἡ ἀβρασία ἐπίασεν ἀτο (ἡ ἀβρ. τὸ ἔπιασε, ἤτοι ἀργεῖ νὰ βράσῃ ἢ δὲν θὰ βράσῃ ποτέ. Ἐπὶ φαγητοῦ δυσκόλως ψηνομένου) Κερασ. Ἡ σημ. αὔτη καὶ παρὰ Σομ. 2)Μεταφ. ἔλλειψις χάριτος, ἐπιπολαιότης ἄνθρώπου (ἐκ μεταφ. τῆς σημ. τοῦ ἀγεύστου φαγητοῦ, ὅπερ εἶναι τοιοῦτον, διότι δὲν ἑψήθη καλῶς) Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἄβραστος Β3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/