ἄβραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβραστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄβραστους βόρ. ἰδιώμ. ἄβραστε Τσακων. ἀνάβραστος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βράζω.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Ὁ μὴ βρασμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Νερὸ-γάλα ἄβραστο κοιν. Ἄβραστον γάλαν Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. β)Ὁ μὴ ψηθεὶς διὰ ἐπαρκοῦς βράσεως, ἐπὶ τροφῶν ἐν γένει κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Κρέας-ψάρι-φαγεῖ ἄβραστο. Κολοκύθιˬα-κουκκιˬὰ-ρεβίθιˬα-φασόλιˬα-χόρτα ἄβραστα. Φακῆ ἄβραστη κοιν. Συνών. ἀβραστωτός. γ)Ὁ δυσκόλως βράζων, ὁ δυσκόλως ψηνόμενος Στερελλ. (Βοιωτ.) κ.ἀ.: Ἄβραστα κουκκιˬὰ Βοιωτ. Συνών. ἀνάψανος, κακόβραστος, κακόψητος. 2)Ὁ μὴ ἐπαρκῶς ὀπτηθείς, ὠμός, ἐπὶ ἄρτου Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ψωμὶ ἄβραστο Πελοπν. (Λακων.) Πίττα ἄβραστ᾿ Αἰτωλ. 3)Συνεκδ. ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν, ἐπὶ τοῦ γλεύκους Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἄβραστος μοῦστος Ἀρκαδ. Ἄβραστους εἶνι οὑ μοῦστους Αἰτωλ. 4)Οὐσ. ἡ βραδύτης περὶ τὴν βράσιν, περὶ τὴν ζέσιν Πόντ. (Κερασ.) Σῦρ. (Ἑρμύπ.): Φρ. Τὸ φαεῖ ἔχει τὸν ἄβραστον (δὲν βράζει εὐκόλως) Σῦρ. Ἄβραστον ἐπίασεν ἀτο (ὁ ἄβρ. τὸ ἔπιασε, δηλ. τὸ φαγεῖ, δὲν βράζει) Κερασ. Β)Μεταφ. 1)Ὁ μὴ ἐξησκημένος καλῶς ἐις τὴν ἐργασίαν, ὁ μὴ συνηθισμένος νὰ ἐργάζεται, νωθρός, ὀκνηρὸς Κρήτ. Συνών. ἀκαμάτης, ἄψητος, ὠμός, ἀντίθ. φρ. εἶναι ψημένος ᾿ς τὴ δουλε͜ιά. 2) Δειλός, ἄνανδρος (τοῦ ὁποίου δηλ. δὲν βράζει τὸ αἷμα) Κρήτ.: Εἶν᾿ ἄβραστος, τὸν βρίζεις καὶ δὲν θυμώνει. Συνών. νερόβραστος. 3)Ἀηδής, ἐπιπόλαιος (ἐκ μεταφ. τοῦ ἀβράστου φαγητοῦ, τὸ ὁποῖον ἔχει γεῦσιν ἀηδῆ) Κυκλ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἄβραστος ἄνθρωπος! Κυκλ. Χαλδ. Πβ. ἀβρασιˬὰ 2. Συνών. σαχλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA