ἀβράχνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβράχνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβράχνιˬαστος ἐπίθ. Ἀθῆν. Κυκλ. Παξ. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἄκερχνος).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βραχνιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ πάσχων ἀπὸ βραχνάδα προερχομένην ἀπὸ κρυολόγημα τοῦ λαιμοῦ ἢ ἄλλην αἰτίαν ἔνθ᾿ ἀν.: Πέρασε ὁ λαιμός μου, εἶμαι πεˬὰ ἀβράχνιαστος Ἀθῆν. Κυκλ. Ἐσύ, παιδί μου, κάνεις γιὰ τενῶρος, τόσες ὧρες μιλεῖς κ᾿ εἶσαι ἀβράχνιˬαστος Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/