ἀβρέξιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρέξιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβρέξιν τό, Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἔβρεξα ἀορ. τοῦ ρ. βρέχω. Περὶ τοῦ νόμου τῆς συνθέσεως αὐτοῦ καὶ ἄλλων ὁμοίων ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 167 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀγγεῖον ἐξαρτώμενον ὑποκάτωθεν τῆς κοιτίδος τῶν βρεφῶν πρὸς ὑποδοχὴν τῶν οὔρων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA