ἄβρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβρετος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα, 2,83 ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,361 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ἄβριτους Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἄρεστε Τσακων. ἀνεύρετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. βρετός. Ὁ τύπ. ἄρεστε οὐχὶ κατ᾿ ἐξέλιξιν ἐκ τοῦ ἄβρετος, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ ἀ- καὶ ἑρεστὲ=εὑρετός. Τὸ ἀνεύρετος ἐκ τοῦ εὑρίσκω ἤδη ἀρχ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ εὑρεθείς, ὁ ἀνεύρετος, ἢ ὁ δυσκόλως εὑρισκόμενος, ὁ δυσκόλως συναντώμενος Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. κ.ἀ.: -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸς, πιδὶ μ᾿, εἶνι ἄβριτους Ἤπ. Ἐράεψα τὸ βελόν᾿, ἐράεψα, ἔμα ἄβρετον ἐπέμ᾿νεν (ἐγύρψα τὴν βελόνην, ἐγύρεψα, ἀλλ᾿ ἔμεινεν ἄβρ.) Τραπ. Ἀνεύρετα ἐπέμ᾿ναν τὰ παράδας-ι-μ᾿ (ἀνεύρρετοι ἔμειναν οἱ παρᾶδες μου) αὐτόθ.|| Ποίημ. Νύχτωσε τώρᾳ, ποῦ θὰ πάς ᾿ς τὴν ἐρημιˬὰ μονάχος; ᾿ς τὴν ἄβρετή μου τὴ σπηλα͜ιὰ πέρνα τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μὲ τὸ χάραμα ταχεˬὰ σοῦ δείχνω ἑγὼ τὸν δρόμο ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Μεταφ. ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου δὲν εὑρίσκεται ὅμοιος, ἀπαράμιλλος, μοναδικὸς Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶναι γιˬατρὸς ἄβρετος κιˬ ἀγέννητος Λακων.|| Ποίημ. Μὲ τοῦ Φρεˬᾶ τὸ κρύο, | τό κρύο, τ᾿ ἄβρετο νερὸ ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/