ἄβρεχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβρεχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβρεχτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἄβραχτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄβρεε Τσακων. ἀνέβραχτος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄβρεκτος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ βραχείς, ὁ μὴ ὢν βρεγμένος ἢ ὁ μὴ βρεχόμενος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ κορμί του ὅλο βράχηκε καὶ μόνο τό κεφάλι του ἔμεινε ἄβρεχτο. Ἄβρεχτο πρᾶμα σύνηθ. Ἄβρεχτο ἔμεινε τὸ παιδὶ ἀπόψε (δὲν ἐκατουρήθη) Ἀθῆν. κ.ἀ. Ἄβρεχτο ψωμὶ Κρητ. Ἔβρεξεν, ἄμα ἐγὼ ἄβρεχτος εἶμαι (ἄμα=ἀλλὰ) Τραπ. Ἄβρεχτα εἶναι τὰ παννία Τραπ. Ἐσοῦκα ἄβρεε (ἔφθασα χωρὶς νὰ βραχῶ) Τσακων. Συνών. ἄβροχος (I) 1. 2)Μεταφ. ὁ μήπω βαπτισμένος, ἀβάπτιστος Κέρκ.: Ἔχουν τὸ παιδὶ ἄβρεχτο ἀκόμα. Συνών. ἄβροχος (I) 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/