ἀγριόβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόβατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόβατος ὁ, Θεσσ. (Βελεστ.) ἀρκόβατος Κύπρ. ἀγριόβατο τό, ΣΠασαγιαν. Ἀντὶλ. 33.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βάτος.
Σημασιολογία
Ἀγρία βάτος (rubus tomentosus) τῆς τάξεως τῶν ροδωδῶν (rosaceae) ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ὁ γρύλλος ἀπ’ τ’ ἀγριόβατα καὶ μέσ’ ἀπὸ τοὶς φράχτες τὰ ὄνειρα τοῦ θεριστῆ τερπνὰ τὰ ναναρίζει ΣΠασαγιάν. ἔνθ’ ἀν. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριόβατοι τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA