ἀβρότανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβρότανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβρότανο τό, ἀμάρτ. ἀβρότανου Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀβρότονον. Τὸ α πιθανῶς κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. βότανο.Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀψίνθιον τὸ ἀβρότονον (artemisia abrotonum), βότανον τοῦ γένους τοῦ ἀψινθίου (artemisia) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), πιθανῶς τὸ «θῆλυ ἀβρότονον» τοῦ Διοσκορ. (3,26). Ἰδ. ΘΧελδράιχ. 49 καὶ ΠΓεννάδ. 165. Πβ. ἀγριαψιθεˬά, ἀψιθεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/