ἀγριοβύζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοβύζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοβύζι τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βυζί.

Σημασιολογία

Ἀγριόχορτον τοῦ γένους τῆς κρηπῖδος (crepis ἤ tolpis) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositaea), ὅμοιον πρὸς ραδίκι, κρηπὶς ἡ γραμμωτὴ (crepis virgata), χρησιμεῦον πιθανῶς ὡς πικρὸν πρὸς ἀπογαλακτισμὸν τῶν βρεφῶν. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 553 καὶ ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 223. Συνών. πικραλίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/