ἀγριόγαλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόγαλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριόγαλλος ὁ, Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πάρ. κ.ἀ

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γάλλος.

Σημασιολογία

Τὰ πτηνὰ ὠτίδες (otis) τῆς τάξεως τῶν καλοβατικῶν (grallatores), ὑποδιαίρεσις τῶν ἀλεκτοριδῶν (alectoridae), εἴδη ἰνδιάνου 1) Ἡ τῶν ἀρχ. ὠτίς, ὠτὶς ἡ βραδεῖα (otis tarda) ἔνθ’ ἀν. 2) Ὡτὶς ἡ τέτραξ (otis tetrax) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριόδιˬανος ἀγριόκοττα, ρούσσα, χαμωτίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/