ἀβροχιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβροχιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβροχιˬὰ ἡ, Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρςκκλ.) Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. ἀβρουχιˬὰ Τῆν. κ.ἀ. ἀναβροχιˬὰ Αἴγιν. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Οἰν.) Προπ. (Πάνορμ.) Σύμ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀναβροϊχιˬὰ Τσακων. ἀναβρουχιˬὰ Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἷν.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ἀναβροχιˬὰ Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.). ἀναβροὰ Σῦρ. ἀναβρεὰ Μεγίστ. ἀναβροὴ Πόντ. (Τραπ.) ἀναβρεὴ Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀνεβροχιˬὰ Ἤπ. Πάρ. Σίφν. κ.ἀ. ἀνιβρουχιˬὰ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κυδων. κ.ἀ. ἀνηβροχιˬὰ Δαρδαν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀνουβροχιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀβροχία. Τὸ ἀβροχιˬὰ καὶ παρὰ Σομ. Περ]ι τῶν ἐκ τοῦ ἀνα- ἀνε- ἀνη- τύπ. ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ. Τὸ ἀναβραχιˬὰ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἐβράχηκα, τὸ δὲ ἀναβροὴ καὶ ἀναβεὴ κατὰ τὸ βροὴ καὶ βρεὴ (ἰδ. βροχή).
Σημασιολογία
Ἔλλειψις βροχῆς, ἀνομβρία, ξηρασία ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀναβροχιˬὰ μᾶς πλάκωσε Σαρεκκλ. Καμὸ καὶ ξεραΐλα ἔχει ἡ ᾿ῆς μὲ τὴν ἀνουβροχιˬὰ (ἡ ᾿ῆς=ἡ γῆ) Ἀπύρανθ. Τὰ καλαμπόκιˬα δὲν ἔχ᾿ν θυμὸ ἀπ᾿ τ᾿ν ἀναβρουχιˬὰ Κόνιτσ.|| Παροιμ. ᾿Σ τὴν ἀναβροχιˬὰ καλὸ ᾿ν᾿ καὶ τὸ χαλάζι (καθ᾿ ἑτέραν παραλλαγήν ᾿ς τὴν ἀβροχιˬὰ κτλ. Ὅτι ἐν ἐλλειψει καλυτέρου πρέπει νὰ ἀρκούμεθα εἰς τὸ ὀλίγον καὶ πενιχρὸν (Πβ. ἄβροχος (I)3) πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβρεξιˬά. Ἡ λ. ὑπὸ τοῦς τύπ. Ἀνεβροχιˬὰ καὶ Ἀλεβροχιˬὰ καὶ ὡς τοπων. Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA