ἀγόραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγόραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγόραστος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) ἀγόραστους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγοραστὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α νομισθέντος στερητ. διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α .Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἠγορασμένος, ὁ μὴ ἀγορασθείς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/