ἄβρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) ἄβρίωτος Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἀβρίετος Πόντ. (Τραπ.) ἀνάβρωτος Πόντ. (Τραπ.) ἀνεβρίωτος Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἀνεβρίετος Πόντ. (Ὄφ.) ἀνοβρίωτος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄβρωτος. Περὶ τῶν ἐκ τοῦ ἀνα- ἀνε- τύπ. ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ τρωγόμενος, ὁ ἀκατάλληλος πρὸς βρῶσιν Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.): Τὰ λάχανα ντὸ φυτρών᾿νε ἀπάν᾿ ᾿ς σὰ ταφία ἄβρωτα γίν᾿τανε (τὰ λαχανικά, δηλ. τὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα φυτρώνουν ἐπὶ τῶν τάφων γίνοτναι ἄβρ.) Κρώμν. Τραπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀριστοτ. Ζῴων ἱστ. 10,22 (617b) «σκῶπες...οὐκ ἐσθίονται διὰ τὸ ἄβρωτοι εἶναι», Πλουτάρχ. Συμποσ. 8,9,3 (733e) «πολλὰ γὰρ τῶν ἀγεύστων καὶ ἀβρώτων πρότερον ἥδιστα νῦν γέγονεν, ὥσπερ οἰνόμελι καὶ μήτρα». 2)Ἀηδὴς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος, συνήθως ἐν συνεκφ. μετὰ τῶν ἐπιθ. ἄναλος ἢ ἄνοστος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Ἄναλον καὶ ἄβρωτον φαεῖν (φαγεῖ) Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. Ἄνοστον καὶ ἄβρωτον φαεῖν Χαλδ. Ἄναλον καὶ ἀνεβρίετον φαεῖν Ὄφ. 3)Μεταφ. ὁ προξενῶν ἀηδίαν, ὁ ἄχαρις εἰς τὴν μορφὴν, εἰς τοὺς τρόπους καὶ τοὺς λόγους, ἐπὶ ἀνθρώπου, ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ λόγου, γέλωτος κττ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ντ᾿ ἄβρωτος ἄνθρωπος ἔν᾿! (τί ἀηδὴς ἄνθρωπος εἶναι!) Τραπ. Χαλδ. Ἄνοστος τ᾿ ἀνεβρίετος ἄνθρωπος Ὄφ. Ἄναλα καὶ ἄβρωτα λόγιˬα (λόγοι προξενοῦντες ἀηδίαν) Κερασ. Ἄναλον καὶ ἄβρωτον γέλος (γέλως) Κερασ. Χαλδ. β)Ἀγροῖκος εἰς τὴν συμπεριφοράν, τραχὺς τοὺς τρόπους Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Ἄβρωτος ἄρθωπος Ἀμισ. Πολλ᾿ ἄβρωτος ἔν᾿ (πολὺ ἄβρ. εἶναι) Κοτύωρ. Ἄβρωτον παιδὶν Ἀμισ. Συνών. βάρβαρος, χωριˬάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA