ἀδαχτυλίδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδαχτυλίδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδαχτυλίδωτος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δαχτυλιδωτός<δαχτυλιδώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ τοῦ δακτυλίου τοῦ ἀρραβῶνος περιβαλὼν τὸν δάκτυλον, ὁ μὴ ἀρραβωνισθείς: Ἡ κεφαλή τση φταίει κ’ εἶν᾿ ἀδαχτυλίδωτη. Ἀντίθ. δαχτυλιδωμένος (ἰδ. δαχτυλιδώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA