ἄδεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄδεια ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.) Τσακων. ἄδε͜ια Ἤπ. Καππ. (Σίλ. Φάρασ.) Κρήτ Κῶς Μακεδ. (Σισάν.) ἄδgε͜ια Κῶς ἄειδα Πελοπν. (Λακων.) ἀδεία Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) Τσακων. ἀdεία Ἀπουλ. ἀτεία Ἀπουλ. ἀδε͜ιὰ Βιθυν. Θρᾴκ. (Κομοτ. Μυριόφ.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. (Μελέν.) Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Χίος κ.ἀ. ἀdε͜ιὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄδεια.
Σημασιολογία
1) Ἐξουσία, ἐλευθερία τοῦ ποιεῖν τι κοιν.: Δὲν ἔχω ἄδεια νὰ σᾶς ἀφήσω νὰ περάσετε κοιν. || Φρ. Καὶ τί ἄδεια ποῦ τὴν ἔχει! (ἐπὶ ἐλευθεροστομίας ὁμιλοῦντος) Κεφαλλ. β) Συγκατάθεσις, συναίνεσις κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.): Μοῦ δίνεις τὴν ἄδειά σου νὰ σοῦ πῶ κἄτι; Ἔχω τὴν ἄδειά σου νὰ πάω νὰ τοῦ τὸ πῶ; Μὲ τὴν ἄδειά σου κοιν. Δό με τὴν ἄδεια σ’ Τραπ. 2) ᾽Εγγραφον ἀδείας πράξεώς τινος, οἷον γάμου, ταφῆς, θήρας, ἀπουσίας κττ. κοιν.: Δεῖξε μου τὴν ἄδειά σου. Σκίζω τὴν ἄδεια. Ὁ νομάρχης ὑπογράφει τοὶς ἄδειες κοιν. 3) Σχολὴ, εὐκαιρία Βιθυν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Κομοτ.) Θήρ. Καππ. (Σίλ. Φάρασ.) Κύθηρ. Κῶς Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ. Λακων. Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) Τσακων. Χίος κ.ἀ.: Τὴν ἄδε͜ιά σου θαρεῖς πῶς ἔχω; Χίος κ.ἀ. ᾿Εγὼ δὲν ἔχω ἀδε͜ιὰ νά ’ρθω Καλάβρυτ. Δὲν ἔχω ἄδε͜ια, μὴ μὲ πονοκεφαλᾷς, δὲν-ἔχω τὴν ἄδε͜ια σου! Ἤπ. ᾿Εμεῖς οἱ γυναῖκες δὲν ἔχομε ἄειδα τὲς καθημερινὲς Λακων. Τώρᾳ ποῦ ἔχου ἀδε͜ιὰ ἔλα νὰ τὰ ποῦμι Κομοτ. Εὑρῆκα ἀδε͜ιὰ ’ς τὸ φοῦρνο -᾽ς τὴ βρύση -᾿ς τὸ μύλο Ἀρκαδ. || Φρ. Νά ᾽χα τὴν ἀδε͜ιά σου! Κεφαλλ. Πο͜ιὸς ἔχει τσ᾿ ἀδε͜ιε’ς σου; Βιθυν. Ἄδειαν’κ’ ἔχω Κερασ. || Παροιμ. Ἄδεια εἶχε ὁ καλόγερως καὶ μὲ τὲς μυῖγες πάλευε (ἐπὶ τοῦ ἀέργου) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 285. Ἡ πολλὴ ἄδε͜ια κάνει τὸ νοικοκύρι κλέφτη (ἐπὶ τοῦ ζημιουμένου ἐξ ἰδίας ἀπερισκεψίας) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 105, 194. || ᾎσμ. Καλὲ, πο͜ιὸς τὰ ἐζύμωσε τοῦ γάμου τὰ προζύμια; -Οἱ νεˬὲς ποῦ τὰ ἐζύμωσαν μεγάλες ἄδειες εἶχαν, εἶχαν τοῦ Μάι τοὶς δροσιˬές, τ’ Αὐγούστου τοὶς ἀνάσες Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἄνναν Κομν. 1, 94, 20 (ἔκδ. Βόνν.) «καιροῦ λαβόμενοι καὶ ἀδείας (ἑσπέρα δὲ ἦν), τὴν κατὰ τῶν Κομνηνῶν ἐνέδραν ἐξήρτυον». Συνών. ἀδε͜ιανάδα 1, ἄδε͜ιασι 1, ἀδε͜ιασιˬὰ 1, ἀδε͜ιότη, ἀδε͜ιοσύνη. 4) Κενὸς χῶρος, εὐρυχωρία σύνηθ.: Τὸ σπίτι δὲν ἔχει ἄδε͜ια Κρήτ. Εὐκεῖνο τὸ σπίτι ἔχει πολλὲς ἀδε͜ιὲς Κεφαλλ. || Φρ. Κάνε μας ἀδε͜ιὰ (ἄδε͜ιαζέ μας τὸν τόπον, ἀπομακρύνθητι) Κεφαλλ. Συνών. φρ. ἄδε͜ιαζέ μας τὴ γωνιˬά (ἰδ. γωνιˬά). || Παροιμ. Εὑρῆκε ἀδε͜ιὲς καὶ λιβαδιˬὲς κιˬ ἁλωνίζει (ἐπὶ τοῦ ἀτακτοῦντος ἀφόβως ὡς μὴ φοβουμένου δι’ ἕνα οἱονδήποτε λόγον τιμωρίαν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν εἰς τοὺς λειμῶνας ἀπολυομένων ὄνων ἢ πώλων) Κεφαλλ. Συνών. ἀδε͜ιασιˬὰ 3. β) Πλατεῖα Θρᾴκ. (Αἶν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA