ἀγριογίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριογίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριογίδι τό, πολλαχ. ἀγριαιγόδι Α.Ρουμελ. (Καρ.) ἀγριουγίδ’ Μακεδ. ἀγρουγίδι Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀgρογίδι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγριγίδι Εὔβ. ἀγραίγιδον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀγραίιδον Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀγραίιδο Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀγριόγιδο πολλαχ. ἀγριό’δου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγριόιδου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριοαιγίδιον.
Σημασιολογία
1) Ἀγρία αἴξ, αἴγαγρος σύνηθ.: Πάμι νὰ βαρέσουμι ἀγριό’δα Αἰτωλ. Ἀναρρόχαζαν τὰ β’νὰ ἀπ’ τοὺ τ’φικίδ’ σήμιρα, τ’φέκαγαν τ’ ἀγριό’δα (ἀντήχουν τὰ βουνὰ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πυροβολισμοὺς σήμερον, ἐπυροβόλουν τὰς αἰγάγρους) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἔχου τούν ἄντρα μ’ ἄρρουστουν χρόνους κὶ πέντι μῆνις κὶ μὶ γυρεύ’ ἀρρουστικὸ κὶ ’ς τοὺ ντουνιˬᾶ δὲν εἶνι, γυρεύ’ ἀποὺ λανὸ τυρὶ κιˬ ἀπ’ ἀγρουνίδι γάλα (ἀρρουστικὸ=ξαρρωστικό, ἰατρικὸν) Μακεδ. Μεταφ. ἐπὶ τοῦ δυσηνίου παιδίου Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) 2) Δορκὰς Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. ζαρκάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA