ἀγουλοναρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουλοναρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγουλοναρεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀγ᾿λουναρεˬὰ Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγουλονάρι κατὰ τὰ εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀγουλονάρι, ὃ ἰδ. Πβ. ΠΓενναδ. 394.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA