ἀγούλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγούλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγούλωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γουλωτὸς< γουλώνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἔχων γούλαν, ὁ μὴ λαίμαργος, λιτός, λιτοδίαιτος. 2)Ἐπὶ φυτῶν, ὁ μὴ γουλωμένος, ὁ μὴ περιχωματισμένος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀ πάω γουλώνω τὰ λάχανα, ἔντου ἕνα μῆνα ἀγούλωτα στέκ᾿νε (ἔγινε εἷς μήν, ἀφότου στέκουν ἀχωμάτιστα) Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/