ἀγούμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγούμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγούμαστος ὁ, Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Περίστασ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κέως Κέρκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν.) Τῆν. – ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 25 ἀγούμαστους Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Πάγγ. κ.ἀ.) ἀγούμαστε Τσακων. ἀγούμιστος ΠΓεννάδ. Γεωργ. 9,517 ἀγούμαστο τό, Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἱστ.) Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. Πελοπν. (Λεβέτσ. κ.ἀ.) ἀγούμιστο Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βούμαστος. Ἡ λ. παρὰ Ρωμαίοις, Βιργιλίῳ, Πλινίῳ, Μακροβίῳ κ.ἄ., ὑπὸ τοὺς τύπ. βούμασθος καὶ βούμαστος. Πβ. Virg. Georg. 2,102 «et tumidis bumaste racemis», Macrob. Saturn. 2,16 «bumammam aut, ut Graeci dicunt, βούμασθος» καὶ ἐν παπύρῳ «περὶ τῆς βουμάστου ἀμπέλου». Πβ. Preisigke Wört griech. Papyr. ἐν λ. Ἰδ. καὶ Θησαυρ. ἐν λ. Ἡ μεταβολὴ τοῦ βου- agiεἰς γου-πιθανῶς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γίδα, διότι λέγεται καὶ βυζὶ τῆς γίδας ἐν Μακεδ.
Σημασιολογία
1)Εἶδος σταφυλῆς, τῆς ὁποίας αἱ ρᾶγες εἶναι μεγάλαι καὶ ἐπιμήκεις παρεμφερεῖς πρὸς θηλὴν μαστοῦ Λῆμν. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν.) 2)Κατ᾿ ἐπέκτασιν διάφορα εἴδη ἐκλεκτῶν σταφυλῶν, ἀλλαχοῦ ἄλλα, λευκά, ἐρυθρά, μέλανα Θρᾴκ. (Περιστάσ.) – ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν.: || Ποίημ. Καὶ μήτε ἐσένα, ἀγούμαστε, μὲ τὰ παχεˬὰ τσαμπιˬά σου ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν. 3)Συνεκδ. ἡ ἄμπελος ἡ παράγουσα τοιαύτας σταφυλάς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA