ἄγουρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγουρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄγουρα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Ἀλμ.) Κεφαλλ. Σύμ. κ.ἀ. – ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 58 καὶ 63.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος.
Σημασιολογία
1)Ἀώρως, προώρως, πρὸ τοῦ καιροῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄγουρα ἐπῆε ᾿ς τὸ dάφο Κεφαλλ. Ἐξύπνησ᾿ ἄγουρα αὐτόθ. Τὴν αὐγὴ…ξύπνησε ὁ καμπούρης ἄγουρα τὴν κόρη καὶ τῆς εἶπε ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. 63: Ἦρθες, ξενιτεμένη φίλη, μὰ ἦρθες ἄγουρα (λέγεται πρὸς ἀηδόνα) αὐτόθ. 58. 2)Ὁ πρὸ τοῦ μεσονυκτίου χρόνος κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον Θρᾴκ. (Ἀλμ.): ᾎσμ. Ἄγουρα παράγουρα παππαδιˬὲς δὲν ψένουνι, κουκκιˬὰ δὲν καψαλίζουνι (τοῦτο λέγεται κατὰ τὸ μεταξὺ τῶν Χριστουγέννων καὶ Φώτων διάστημα) Πβ. ἀρχ. «ἀωρεὶ τῆς νυκτός». Ἰδ. καὶ ΝΠολίτ. Παραδ. 2,1257.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA