ἄδε͜ιασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδε͜ιασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄδε͜ιασι ἡ, Κύθν. Μεγίστ ἀδκε͜ιάσι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀδε͜ιάζω.
Σημασιολογία
1) Σχολή, εὐκαιρία, καιρὸς Κύθν. Κύπρ. Μεγίστ.: Δὲν ἔχω ἄδε͜ιασι Μεγίστ. Ἅμα εὕρω ἀδκε͜ιάσιν, ᾿εν-νά ’ρτω νὰ σοῦ δουλέψω Κύπρ. Ἔχω δουλε͜ιὰν πολλὴν ταὶ ᾿ὲν ἔχω ἀδκε͜ιάσιν αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄδε͜ια 3. 2) Ἐλάττωσις, μείωσις, κυρίως ἐπὶ τῆς σελήνης, ὅταν ἀρχίζῃ νὰ φθίνῃ Κύθν.: Ἄδε͜ιασι τοῦ φεγγαριˬοῦ (τὸ διάστημα, καθ’ ὃ ἀρχίζει νὰ φθίνῃ ἡ σελήνη) Κύθν. Συνών. χάσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA