ἀδε͜ιασταμπάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδε͜ιασταμπάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδε͜ιασταμπάρης ὁ, ἀμάρτ. ἀδε͜ιασταμπάρ’ς Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. *ἀδειαστὴς καὶ ἀμπάρι κατ᾽ ἀντίστροφον σύνθεσιν.
Σημασιολογία
Ὁ κενῶν τὸ ἀμπάρι, τὴν σιταποθήκην: Παροιμ. Μάρτ’ ς, γδάρτ’ς, ντουμπανουβαέ’ς κιˬ ἀδε͜ιασταμπάρ’ς (ὅτι κατὰ Μάρτιον ἐξαντλοῦνται ὅλαι αἱ προμήθειαι τῆς οἰκογενείας). Συνών. ἀμπαροτινάχτης, κοφινιδοτινάχτης, τιναχτοκαλαθίδης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA