ἀγριοδάμαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοδάμαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοδάμαλο τό, Πελοπν. (Λάκων.)-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,145 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ΚΚρυστάλ. Ἔργα 2,46.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. δαμάλι.
Σημασιολογία
Ἀγρία δάμαλις ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὴ σιδερένιˬα φλούδα σου χωρὶς νὰ τήνε γδάρῃ τοῦ λόγγου τ’ ἀγριοδάμαλο τὰ κέρατα ἐτροχοῦσε ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA