ἀγριοδέτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοδέτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοδέτης ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Κεραμ. Κινίδ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. δέτης.
Σημασιολογία
Λωρίον ἐκ δέρματος αἰγὸς ἐνὸς δακτύλου πλάτους χρησιμεῦον ὡς κορδόνιον τῶν ὑποδημάτων τῆς καθημερινῆς χρήσεως (ἴσως παλαιότερον ἐγίνετο χρῆσις δέρματος ἀγρίου ζῴου, οἷον ἀγριμίου. Πβ. ἀγριμικὸ λουρὶ ἐν λ. ἀγριμικὸς) ἔνθ’ ἀν.: Νὰ σάσῃς τὸν ἀγριοδέτη σου (νὰ σάσῃς=νὰ διορθώσῃς) Φιλότ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA