ἀδε͜ιοπούγγης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδε͜ιοπούγγης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδε͜ιοπούγγης ἐπίθ. Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) ἄδε͜ιοπού᾽ς Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδειος καὶ τοῦ οὐσ. πουγγί.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἄδε͜ιο τὸ πουγγί, κενὸν τὸ βαλάντιον Ἤπ. (Δρόβιαν): Πῆγε ταξίδι αὐτός, ἀλλὰ ἦρθε ἀδε͜ιοπούγγης. 2) Ὁ πολυέξοδος, ἄσωτος Ἤπ. (Χουλιαρ.): Συνών. ἀδε͜ιοχέρης, ἀνοιχτοχέρης, σκορποχέρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/