ἀγριοζαμποῦκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοζαμποῦκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριοζαμποῦκος ὁ, ΠΓεννάδ. 691 ἀγριγιˬουζαμποῦκους Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ζαμποῦκος.

Σημασιολογία

Βότανον τοῦ γένους τῆς νάρδου (valeriana) τῆς τάξεως τῶν ναρδωδῶν (valerianaceae), νάρδος ἡ Διοσκουρίδειος (valeriana Dioscoridis). Συνών. βαλεριάνα μυριστικὴ (ἰδ. βαλεριάνα), καλαμοκάννα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/