ἀβυζόπιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβυζόπιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβυζόπιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀβ᾿ζόπιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βυζοπιˬάνω.

Σημασιολογία

1)Ὅστις δὲν ἔπιασεν ἀκόμη τὸ βυζί, δὲν ἐθήλασεν εἰσέτι εἴτε ἕνεκα καχεξίας εἴτε δι᾿ ἄλλον λόγον, ἐπὶ βρέφους μόλις γεννηθέντος: Τό ᾿χ᾿νι ἀβ ζόπιˬαγου ἀκόμα τοὺ πιδά᾿. 2)Μεταφ. ὁ ἀσθενοῦς κράσεως, ὁ ἀδύνατος καὶ καχεκτικός, συνήθως σκωπτικῶς: Διˬαόλ᾿ ἀβ᾿ζόπιˬαγου, θέ᾿ς νὰ τὰ βά᾿ς μὶ μένα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/