ἀδε͜ιοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδε͜ιοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδε͜ιοσύνη ἡ, Θρᾴκ. Μῆλ. Νάξ. Ρόδ. κ.ά. ἀδε͜ιοσύν’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδειος.

Σημασιολογία

Σχολὴ, εὐκαιρία ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἀδε͜ιοσύνη σὄχω νὰ κάθωμαι νὰ σοῦ κουβεdιˬάζω! Νάξ. Ἔχεις ἀδε͜ιοσύνη νὰ μοῦ κάνῃς κἄνα σουφρᾶ; Ρόδ. Δὲν ἔχω ἀδε͜ιοσύνη γιˬὰ νὰ τὰ ποῦμε καλὰ Μῆλ. Θαρεῖ π᾿ ἔχω τὴν ἀδε͜ιοσύνη τ᾿ς Θρᾴκ. Τὴν Κυριακὴ θά ’χωμε ἀδε͜ιοσύν’ Σαρεκκλ. Συνών. ἄδεια 3, ἀδε͜ιανάδα 1, ἄδε͜ιασι 1, ἀδε͜ιασιˬὰ 1, ἀδε͜ιότη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/