ἀγριοζιζυφεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοζιζυφεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοζιζυφεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀγριουζιζυφεˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγριοτζιτζυφεˬὰ Ζάκ.–ΠΓενναδ. 296 ἀγριοτζιντζυφεˬὰ ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ζιζυφεˬά.

Σημασιολογία

Δένδρον τοῦ γένους τοῦ ἐλαιάγνου (elaeagnus) τῆς τάξεως τῶν ἐλαιαγνωδῶν (elaeagnaceae), ἐλαίαγνος ἡ στενόφυλλος (elaeagnacea angustifolia), ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς ζίζυφον, ὅθεν τὸ ὄνομα τοῦ δένδρου. Συνών. μοσκοϊτεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/