ἀβωλογύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβωλογύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβωλογύριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀβωλοΰριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βωλογυρίζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου δὲν ἀντεστράφη τὸ χῶμα βαθέως καὶ καλῶς, ὥστε νὰ διαλυθοῦν οἱ ὀγκώδεις βῶλοι, ἐπὶ τῆς καλλιεργουμένης γῆς: Ἀβωλοΰριστος bαξές (κῆπος). Ἀβωλοΰριστη πρασὰ (πρασιά). Τὴν ἄλλην ἑβδομάδα τό ᾿σκαψα, μὰ ᾿τσὰ μόνο ποῦ τό ᾿σκαψα κιˬ ὅτι νὰ τὸ ξανασκάβγω, θὰ φαωθῶ, γιˬατὶ τό ᾿φηκ᾿ ἀβωλοΰριστο (᾿τσὰ=ἐτσά,ἔτσι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/