ἀδέκαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδέκαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδέκαρος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. δεκάρα.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων δεκάρα, ὁ στερούμενος χρημάτων, ἐνδεὴς σύνηθ.: Ἔμεινα ἀδέκαρος σήμερα σύνηθ. Ἀπὸ ἀδέκαρος ἔγινε μὲ τὴν τοκογλυφία... πλούσιος Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἐλλάδ. 1926 σ. 464. Συνών. ἀπένταρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA