ἀδεκάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδεκάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδεκάτιστος ἐπίθ. Κύπρ. Νάξ. Σῦρος κ.ἀ. ἀδικάτ’στους Ἴμβρ. Σάμ. ἀδικάτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δεκατιστὸς<δεκατίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς τὸν φόρον τῆς δεκάτης, ἐπὶ προϊόντων Κύπρ. Νάξ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἔμεινεν τὸ σιτάριν ἀδεκάτιστον Κύπρ. ’Πόμεινε ἀδεκάτιστο τὸ λᾴδι Νάξ. Τό ᾿χουν ἀδικάτ’στου τοὺ σ’τάρ’ Σάμ. Τοὺ λᾴδ’ τοὺ πῆρα ἀδικάτ’γου Αἰτωλ. β) Ὁ μὴ φορολογηθεὶς διὰ τοῦ φόρου τῆς δεκάτης, ἐπὶ προσώπων Νάξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔμ᾿να ἀδικάτ’γους φέτου Αἰτωλ. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς ζημίαν, βλάβην τινὰ Νάξ. Σῦρ.: Ὁ καμένος δεκατίστηκε, ὁ ἄλλος, πὄχει τόσα παιδιˬά, πόμεινε ἀδεκάτιστος Νάξ. Σπαρμένο ἀδεκάτιστο Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA