ἀγριοθύμαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοθύμαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοθύμαρο τό, Μέγαρ.-ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 86 ἀγροθύμαρον Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. θυμάρι.

Σημασιολογία

Φυτὸν θαμνῶδες ὅμοιον πρὸς τὸ θυμάρι, ἀλλὰ τραχύτερον, ἀκαρπον καὶ ἐστερημένον εὐωδίας ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἀπὸ σπάρτα εὐωδιαστὲς κιˬ ἀπ’ ἀγριοθύμαρα θὰ φυσήξουν οἱ βουνήσιˬες οἱ πνοὲς ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. γαϊδουροθύμαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/