ἀγουρίκλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρίκλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγουρίκλα ἡ, Ζάκ. Κεφαλλ. ἀγ᾿ρίκλα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίκλα.

Σημασιολογία

Ἄωρος σταφυλὴ (ἐπιτατικωτέρα ἐκφορὰ τοῦ ἀγουρίδα) ἔνθ᾿ ἀν.: Τί τρώς αὐτὲς τοὶς ἀγουρίκλες; Ζάκ. Ἔφαγα πέντ᾿ ἕξ᾿ ρᾶις, ἦταν ντίπ ἀγ᾿ρίκλα (ντὶπ=ἐντελῶς) Αἰτωλ. Ἔεις πουλὺ ἀγ᾿ρίκλα, δὲ γένιτι τοὺ κρασὶ γλυκὸ αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀγάληˬα ἀγάληˬα γίνεται ἡ ἀγουρίκλα μέλι (πᾶν ἔργον ἀπαιτεῖ χρόνον, ἵνα συντελεσθῇ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,138) Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/