ἀδεξιˬανασηκώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδεξιˬανασηκώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδεξιˬανασηκώνομαι, ἀεξιˬανασηκώνομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀδέξιˬα καὶ τοῦ ρ. ἀνασηκώνομαι, δι’ ὃ ἰδ. ἀνασηκώνω.
Σημασιολογία
Ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης δύσθυμος, δύστροπος: ᾎσμ. Ἡ κόρ’ ἀουροξύπνησε μέσ᾿ ᾿ς τ’ ἄσπρα σεντονάκιˬα, ἀεξιˬανασηκώνεται, τῆς μάννας της φωνιˬάτζει. Πβ. *ἀδεξιˬοστριφογυρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA