ἀγουρίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγουρίλα ἡ, κοιν. ἀγουρίλιˬα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος.

Σημασιολογία

Ὀσμὴ ἢ γεῦσις, ἀώρου ὀπώρας ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγουρίλιˬας μυρίζει- βρομάει. Δὲν καταλαβαίνεις τὴν ἀγουρίλα μέσ᾿ ᾿ς τὸ στόμα σου; Ὅταν τρώς ἀγουρογινωμένο καρπούζι, καταλαβαίνεις τὴν ἀγουρίλα. Συνών. ἀγουράδα, ἀγουριˬά, στυφάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/