ἀδέξιˬος (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδέξιˬος (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδέξιˬος ἐπίθ. (Ι) Κεφαλλ. Κύθηρ. Λέρ. Πάξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) –ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 75 ἀδέξιˬους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀέξιˬος Κάρπ. Κῶς ἀδέξος Κρήτ. ἀδέöς Πόντ. (Τραπ.) κ. ἀ. ἀδέος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀδέξους Μακεδ. Σάμ. ἀδέξε Τσακων. ἀdόφσιο Ἀπουλ. ἀdοφσίο Ἀπουλ. ’dιίο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδέξιος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, Πόντ. (Κερασ.): Ἀτὸς ἔν᾿ ἀδέος. Συνών. ἀριστερός, ἀντίθ. δεξιός. β) Ἀριστερὸς Ἀπουλ. Πόντ. (Τραπ. Κερασ.): Ἀδέöν έρ’ Τραπ. Μὲ τ᾽ ἀδέον δουλεύει Κερασ. ’Σ χέρα ἀdοφσία (τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ) Ἀπουλ. 2) Ἀνεπιτήδειος, ἀνάξιος Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λέρ. Μακεδ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων κ.ἀ. –ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀδέξιˬος, σοῦ φαίνεται γιˬὰ δήμαρχος; Παξ. Ἀδέξιˬα εἶνι ἰκει’ κὶ δὲν παντρεύτ’κι Μακεδ. Ἀδέξιˬο παιδὶ δὲν ἔχασε! (κακὸ παιδὶ δὲν ἔχασε, ἤτοι ἔχασε παιδὶ προκομμένο) Κεφαλλ. Ἀδέξος ἄνθρωπος, ἀδέ λόγιˬα Κερασ. || Φρ. Ἀδέξιˬος ποῦ ’σαι! Κεφαλλ. || Ποίημ. ᾿Εγὼ τ’ ἀδέξιˬο, τ’ ἄβουλο, παιδὶ τ’ ὀνειροπλάνο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἀντίθ. ἐπιδέξιˬος. β) Ἀνώμαλος Σῦρ.: Πέτρα ἀδέξια (μὴ ἐπίπεδος). γ) Δύσβατος Σῦρ.: Δρόμος ἀδέξιος. δ) Ἀπρόσφορος, ἀκατάλληλος, ἐπὶ χρόνου Κάρπ.: Γνωμ. ’Σ τὸν κακὸν καιρὸν κ’ εἰς τὸν ἀέξιˬον χρόνον, ἕνα παρᾶν τὸ πρόατον καὶ δυˬό ᾿χ᾿ ἡ κουουνέα (κουουνέα=ἱμας, δι᾽ οὗ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῶν ζῴων ὁ κωδωνίσκος) Κάρπ. Ἄσβολος καιρός, ἀέξιˬος χρόνος Κάρπ. 3) Τὸ οὐδ. οὐσ., συμφορά, ἀτύχημα, κακόν τι ἀγν. τόπ.: Κακὸ ὁποῦ μᾶς ηὕρηκε κιˬ ἀδέξιο ποῦ μᾶς ἦρτε. Πβ. φρ. κακὰ κιˬ ἀδέξιˬα (ἰδ. ἀδέξιˬα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA