ἀγουρίτσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρίτσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγουρίτσης ὁ, ἀγωρίτσης Ἤπ. ἀγουρίτσης Ἤπ. Πόντ. (Κερασ.) ἀγουρίτσος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγουρίτσης. Διὰ τὸν τύπ. ἀγουρίτσος πβ. παιδίτσης- παιδίτσος. Πβ. ΧΠαντελίδ. ἐν Κυπρ. Χρον. 2 (1924) 10.
Σημασιολογία
1)Θωπευτικῶς, μικρὸς ἄγουρος, παῖς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἅμον ἀγουρίτσος ἔν᾿ (ἐπὶ παιδίου ἀρρενωποῦ) Χαλδ. Μικρὸς ἀγουρίτσος (μικρὸν παιδίον) Οἰν. || ᾎσμ. Ἀγώρι κιˬ ἀγωρίτση μου, μικρό μου παλληκάρι Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγουρίδης. 2)Σκωπτικῶς, εὐτελὴς ἄνθρωπος Πόντ. (Χαλδ.) β)Μικρόσωμος Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA