ἀδερφάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδερφάκι τό, ἀδελφάκι πολλαχ. ἀδερφάκι κοιν. ἀδιρφά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀδρεφάκι Βιθυν. (Κατιρ.) Κέρκ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀdεφάτσι Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀερφάτσι Κάρπ. Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀδερφός. Ὁ τύπ. ἀδελφάκι καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς ἀδελφὸς κοιν.: Ἔχω ἕνα ἀδερφάκι τριῶν ἐτῶν κοιν. || ᾎσμ. Σὰν δυˬ’ ἀδιρφάκιˬα ᾿γκαρδιˬακὰ π’ τἀ κά’ μνιˬὰ μητέρα Μακεδ. Τρία πράματα μ’ ἀρέσασιν εἰς τὸν ἀπάνω κόσμον, τὸ κάτεργο σὰν πορπατῇ, τὸ ἄλοο σὰ δρέμῃ, τὰ δυˬ’ ἀερφάτσιˬα τὰ καλά, σὰν εἶναι ἀαπημένα Κάρπ. Συνών. ἀδερφέλλι 1. β) Ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ θωπευτικῶς σύνηθ.: ᾎσμ. Τρίγιˬ᾽ ἀδρεφάκιˬα ἤστενε τὰ πολ’ ἀγαπημένα, τρελλάναν ἕνα Κατρελί, τρελλάνανε κ’ ἐμένα Βιθυν. (Κατιρ.) Συνών. ἀδερφέλλι 2. 2) Φίλος, οἰκεῖος Κρήτ. Παξ. κ.ἀ.: Τοῦ λέω, ρὲ ἀδερφάκι, θὰ μὲ κάμῃς νὰ πάρω τὴν ἰσόβια (ἀμφίστομος μάχαιρα) Παξ. || ᾎσμ. Δοῦδε μου καὶ νὰ σοῦ δούδω | νά ’μαστε καλ’ ἀδερφάκιˬα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA