ἀγριοκάναρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκάναρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκάναρο τό, Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κανάρι.
Σημασιολογία
Τὸ μικρὸν πτηνὸν ἀκανθυλλὶς (acanthis carduelis ἢ fringilla carduelis) ἔχον ποικίλον χρωματισμόν Συνών. ἀγκαθοπούλλι, τουρκοπούλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA