ἀγουρόγλωσσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρόγλωσσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγουρόγλωσσος ἐπίθ. Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.
Σημασιολογία
Ὁ λαλῶν ἄγουρα λόγια, αἰσχρολόγος:Ἄντε, βρὲ ἀγουρόγλωσσσε, ποῦ δὲν ξέρεις τί σοῦ γίνεται. Πβ. ἀρχ. κακόγλωσσος. Συνών. ἀγουρολόγος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA