ἀδερφικᾶτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφικᾶτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀδερφικᾶτα ἐπίρρ. ἀδελφικᾶτα Ζάκ. –ΑΛασκαράτ. Μυστήρ. 30 ἀδερφικᾶτα Κεφαλλ. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Παξ. Σῦρ. ἀδιρφ’κᾶτα. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδερφικᾶτος.
Σημασιολογία
1) Δίκην ἀδελφῶν, ὡς προσήκει εἰς ἀδελφοὺς ἔνθ’ ἀν.: Ἔλα νὰ τὰ μοιράσουμε (ἢ νὰ τὰ ποῦμε) ἀδερφικᾶτα Ἀρκαδ. Μοιράσαμι τοὺ φαεῖ μας ἀδιρφ’κᾶτα Αἰτωλ. Αὐτὲς οἱ γειτόνισσες ἐζήσανε ἀδερφικᾶτα σαράντα χρόνιˬα Παξ. Συνών. *ἀδερφιˬακά, ἀδερφικά, ἀδερφωτικά. 2) Ὁμοῦ, μαζί, ἀδελφωμένα ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀκαμασιˬὰ καὶ ἡ γύμνιˬα ἐκεῖ ζοῦν ἀδελφικᾶτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA