ἀγουροζίφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροζίφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουροζίφω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. ζίφω.
Σημασιολογία
Συνθλίβω τι μὴ ὥριμον, ἰδίᾳ ἐπὶ πληγῶν, φλυκταινῶν κττ. φλεγμαινουςῶν ἔτι: Μὴν ἀγουροζίψῃς τὸ διˬάσωνά σου, γιˬατὶ θὰ κακωσυνέψῃ (διάσωνας=ἀπόστημα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA