ἀγουροκαταπίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροκαταπίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροκαταπίνω Πελοπν. (Κάμπος Λακων. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. καταπίνω.

Σημασιολογία

Καταπίνω τὸν σίελόν μου ἕνεκα δυσφορίας, στενοχωρίας κττ., συγκρατῶ τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς μου, τῆς ὀργῆς μου δι᾿ ὅ,τι βλέπω ἢ ἀκούω. Πβ. ξεροκαταπίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/