ἀγουρολόγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρολόγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγουρολόγι τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγουρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λόγι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 250.

Σημασιολογία

Ὁ συλλεγόμενος ἐλαιόκαρπος πρὸ τῆς ὡριμάσεως, ὁ ἄωρος ἔτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/