ἀγουρομάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρομάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουρομάζω ἀμάρτ. ἀγ᾿ρόμασα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. μάζω, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,119.

Σημασιολογία

Ἀγουρομαζεύω, ὃ ἰδ.: Ἀγ᾿ρόμασα τ᾿ ἀμπέ᾿ κὶ πάν χαμένα τὰ σταφύλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/