ἀγριοκάτσουλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκάτσουλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοκάτσουλλος ὁ, ἀμάρτ. ἀγροκάτζουλλε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κάτσουλλος. Διὰ τὸ α΄συνθετ. τοῦ τύπ. ἀγροκάτζουλλε πβ. ἄγρε παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
᾿Αγρία γαλῆ, ἀγριόγαττος: ’Ενάε ἀγροκάτζουλλε ἔγκι τὸ καμπζὶ (ἔγινε ἀγριόγαττος αὐτὸ τὸ παιδί. Ἐπὶ τοῦ ἀτιθάσου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA