ἀγάληˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάληˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγάληˬος ἐπίθ. Κωνπλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγάληˬα.

Σημασιολογία

Βραδυκίνητος, νωθρός: Αὐτὸ τὸ κορίτσι εἶναι πολὺ ἀγάληˬο στὴ δουλε͜ιά του. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάληˬ᾿-ἀγάληˬας 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/